- ἀποτρωπάω
- ἀπο-τρωπάω (parallel form of ἀποτρέπω), subj. -ῶμεν, -ῶσι, mid. ipf. ἀπετρωπῶντο: turn away from (τινός); (κύνες) δακέειν μὲν (as far as biting was concerned) ἀπετρωπῶντο λεόντων, Il. 18.585.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.